- ἀνεπίβατον
- ἀνεπίβατοςnot to be climbedmasc/fem acc sgἀνεπίβατοςnot to be climbedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
непроходимыи — (11) пр. Непроходимый; труднодоступный: непроходимы˫а земли (δυσβοτοις) ГА ХIII–XIV, 36а; въ неизбѣжна и непроходима впадъша пѹти. (ἀδιεξοδεύτους) Там же, 198в; есть же путь до горъ тѣхъ непроходи(м) пропастьми. снѣго(м) и лѣсо(м). ЛЛ 1377, 85а… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εχινώδης — ες (Α ἐχινώδης, ες) [εχίνος] αυτός που μοιάζει με εχίνο, ο ακανθώδης νεοελλ. (για τον θαλάσσιο βυθό) ο γεμάτος αχινούς αρχ. τραχύς, ανώμαλος, αγκαθωτός («πᾱσαν τὴν τῆς πέτρας ἐπιφάνειαν ἐχινώδη καὶ ἀνεπίβατον εἶναι γυμνῷ ποδί», Στράβ.) … Dictionary of Greek